φιλόθρησκος

φιλόθρησκος
ος , ον религиозный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλόθρησκος" в других словарях:

  • φιλόθρησκος — η, ο / φιλόθρησκος, ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, ον, Α αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρήσκος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόθρησκος — η, ο αυτός που αγαπάει πολύ τη θρησκεία, ο θρήσκος, ο θεοφοβούμενος, ο θρησκομανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλόθρεσκος — ον, Α βλ. φιλόθρησκος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»